Γουδιάνικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Γουδιάνικα | ||
| γενική | των | Γουδιάνικων | ||
| αιτιατική | τα | Γουδιάνικα | ||
| κλητική | Γουδιάνικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣuˈðʝa.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γου‐διά‐νι‐κα
Αναφορές
- Αθήνα: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1950), Αθήνα, σελ. 178
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.