Γουδιάνικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Γουδιάνικα
      γενική των Γουδιάνικων
    αιτιατική τα Γουδιάνικα
     κλητική Γουδιάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γουδιάνικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Γουδής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuˈðʝa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γουδιάνικα

Κύριο όνομα

Γουδιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.