Γαυριονήσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Γαυριονήσι | τα | Γαυριονήσια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | Γαυριονήσι | τα | Γαυριονήσια |
| κλητική | Γαυριονήσι | Γαυριονήσια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.vɾi.oˈni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γαυ‐ρι‐ο‐νή‐σι
Μεταφράσεις
Γαυριονήσι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.