Βοστινίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βοστινίτσα | ||
| γενική | της | Βοστινίτσας | ||
| αιτιατική | τη | Βοστινίτσα | ||
| κλητική | Βοστινίτσα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βοστινίτσα < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.stiˈni.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βο‐στι‐νί‐τσα
Κύριο όνομα
Βοστινίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Αναφορές
- ΦΕΚ Α 206, 28 Σεπτεμβρίου 1927 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.