Βλάχικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Βλάχικα | ||
| γενική | των | Βλάχικων & Βλαχίκων | ||
| αιτιατική | τα | Βλάχικα | ||
| κλητική | Βλάχικα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βλάχικα < βλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλάχικος στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvla.çi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλά‐χι‐κα
Αναφορές
- ΦΕΚ 91 Α, 13 Ιουνίου 1963
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.