Βελίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βελίτσα | οι | Βελίτσες |
| γενική | της | Βελίτσας | — | |
| αιτιατική | τη | Βελίτσα | τις | Βελίτσες |
| κλητική | Βελίτσα | Βελίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /veˈli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐λί‐τσα
Συγγενικά
-
Τιθορέα στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
- Βελίτσα < + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Αναφορές
- Στάθης Ασημάκης, Τοπωνύμια, Αθήνα: χ.ε., 2015
- ΦΕΚ Β88, 11 Νοεμβρίου 1926, @pandektis.ekt.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.