Βεάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βεάκης | οι | Βεάκηδες |
| γενική | του | Βεάκη | των | Βεάκηδων |
| αιτιατική | τον | Βεάκη | τους | Βεάκηδες |
| κλητική | Βεάκη | Βεάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βεάκης < + -άκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /veˈa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐ά‐κης
Συγγενικά
- Βεάκειο (επωνυμία)
-
Αιμίλιος Βεάκης στη Βικιπαίδεια
(1884-1951), ηθοποιός
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Veakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.