Βεάκειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Βεάκειο | τα | Βεάκεια |
| γενική | του | Βεάκειου & Βεακείου |
των | Βεάκειων & Βεακείων |
| αιτιατική | το | Βεάκειο | τα | Βεάκεια |
| κλητική | Βεάκειο | Βεάκεια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βεάκειο < από το επώνυμο του τιμώμενου προσώπου Βεάκ(ης) + -ειο
Προφορά
- ΔΦΑ : /veˈa.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐ά‐κει‐ο
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη Βεάκης
- Σκυλίτσειο (πρώην ονομασία)
-
Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.