Βατήδες
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈti.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐τή‐δες
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Βατήδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Βατής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.