Βασιλακόπουλου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Βασιλακόπουλου αρσενικό
- γενική ενικού του Βασιλακόπουλος
- άλλη μορφή: Βασιλακοπούλου (λόγιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.