Βαντεμιαίρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Βαντεμιαίρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vendémiaire με αντιγραμματισμό κατά τη γαλλική γραφή του ⟨ai⟩

Προφορά

ΔΦΑ : /van.deˈmi̯eɾ/ → και δείτε τη λέξη vendémiaire
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαντεμιαίρ

Κύριο όνομα

Βαντεμιαίρ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.