Αἰγιάλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Αἰγιάλεια < Αἰγιαλεύς
Κύριο όνομα
Αἰγιάλεια θηλυκό
Συγγενικά
- αἰγιαλεύς
- Αἰγιαλεύς
- αἰγιάλειος
Πηγές
- Αἰγιάλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Λήμμα «Αιγιάλεια», στο: Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 1 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1927), σ. 461.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.