Αναφιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αναφιώτισσα | οι | Αναφιώτισσες |
| γενική | της | Αναφιώτισσας | των | Αναφιωτισσών |
| αιτιατική | την | Αναφιώτισσα | τις | Αναφιώτισσες |
| κλητική | Αναφιώτισσα | Αναφιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Αναφιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) αυτή που κατοικεί στην Ανάφη ή κατάγεται από το νησί αυτό
Μεταφράσεις
Αναφιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.