Αμυρσάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αμυρσάς | οι | Αμυρσάδες |
| γενική | του | Αμυρσά | των | Αμυρσάδων |
| αιτιατική | τον | Αμυρσά | τους | Αμυρσάδες |
| κλητική | Αμυρσά | Αμυρσάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Αμυρσάς αρσενικό
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Amyrsas, Amirsas
Αναφορές
- Βλ. Ν. Ζαφειρίου, «Τα εν Σάμω επώνυμα», Αρχείον Σάμου 2 (1947), σ. 116 και Νικόλαος Ι. Δημητρίου, Λαογραφικά της Σάμου, τόμ. 3 (Αθήνα, 1986), σ. 71.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.