Αλωνάρης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αλωνάρης < επειδή είναι η περίοδος που αλωνίζουν τα δημητριακά

Κύριο όνομα

Αλωνάρης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.