Αλλόσαυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλλόσαυρος οι Αλλόσαυροι
      γενική του Αλλόσαυρου
& Αλλοσαύρου
των Αλλόσαυρων
& Αλλοσαύρων
    αιτιατική τον Αλλόσαυρο τους Αλλόσαυρους
& Αλλοσαύρους
     κλητική Αλλόσαυρε Αλλόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναπαράσταση Αλλόσαυρου

Ετυμολογία

Αλλόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Allosaurus < αρχαία ελληνική ἄλλος + -ό- + -σαυρος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈlo.sa.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλλόσαυρος

Κύριο όνομα

Αλλόσαυρος αρσενικό

Συγγενικά

  • Αλλοσαυρίδες (οικογένεια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.