Αλισάβου

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

Αλισάβου < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Αλισάβου θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βλ. Γεώργιος Α. Ρήγας, Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός, τόμ. Γ΄ [παράρτημα π. Ελληνικά, αρ. 18] (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1968), σ. 214.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.