Αλεξανδρόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αλεξανδρόπουλος | οι | Αλεξανδρόπουλοι & Αλεξανδροπουλαίοι1 |
| γενική | του | Αλεξανδρόπουλου & Αλεξανδροπούλου |
των | Αλεξανδρόπουλων2 & Αλεξανδροπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Αλεξανδρόπουλο | τους | Αλεξανδρόπουλους3 & Αλεξανδροπουλαίους |
| κλητική | Αλεξανδρόπουλε | Αλεξανδρόπουλοι & Αλεξανδροπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αλεξανδροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αλεξανδροπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αλεξανδρόπουλος < Αλέξανδρ(ος) + -όπουλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.le.ksanˈðɾo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λε‐ξαν‐δρό‐που‐λος
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.