Αλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλής οι Αλήδες
      γενική του Αλή των Αλήδων
    αιτιατική τον Αλή τους Αλήδες
     κλητική Αλή Αλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλής < τουρκική Ali + -ής

Κύριο όνομα

Αλής αρσενικό

  1. (αρσενικό, μόνο στον ενικό) άλλη μορφή του Αλή
  2. (στον πληθυντικό) Αλήδες: μωαμεθανική δυναστεία καταγόμενη από τον χαλίφη Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, γαμπρό του προφήτη Μωάμεθ
    άλλες μορφές: Αληίδες, Αλίδες, Αλεβήδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.