Αιτωλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αιτωλία | οι | Αιτωλίες |
| γενική | της | Αιτωλίας | των | Αιτωλιών |
| αιτιατική | την | Αιτωλία | τις | Αιτωλίες |
| κλητική | Αιτωλία | Αιτωλίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αιτωλία < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
-
Αιτωλία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αιτωλία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.