Αιγωλιός ο πένθιμος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αιγωλιός ο πένθιμος < μεταφραστικό δάνειο από διαγλωσσικούς όρους Aegolius funereus (νεολατινικά) < αρχαία ελληνική αἰγωλιός (είδος μικρής κουκουβάγιας) & λατινική funereus (πένθιμος)

Κύριο όνομα

Αιγωλιός ο πένθιμος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.