Αβεδικιάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Αβεδικιάν : πατρωνυμικό, προέλευσης από την αρμενική , άλλη μορφή του Αβετικιάν. Μορφολογικά, αναλύεται σε: Αβεδίκ (ελληνική απόδοση του Αβεντίκ, με [d] > [ð]) + -ιάν.
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Аведикиан
- λατινικοί χαρακτήρες: Avedikian
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.