Αβέτ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Αβέτ < μεταγραφή για την αρμενική Ավետ (Avet)
Μεταγραφή
Αβέτ και Αβέντ αρσενικό, άκλιτο
- λήμμα άβετ (ον της μυθολογίας των Νότιων Σλάβων)
-
Αβέτ Αβετισιάν στη Βικιπαίδεια
(αρμεν.: Ավետ Ավետիսյան, ρωσ.: Авет Аветисян), Αρμένιος - Σοβιετικός ηθοποιός (1897-1971)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.