Ίβυκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ίβυκος | οι | Ίβυκοι |
| γενική | του | Ιβύκου & Ίβυκου |
των | Ιβύκων |
| αιτιατική | τον | Ίβυκο | τους | Ιβύκους & Ίβυκους |
| κλητική | Ίβυκε | Ίβυκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ίβυκος < αρχαία ελληνική Ἴβυκος
Κύριο όνομα
Ίβυκος αρσενικό
-
Ίβυκος στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.