Άλκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Άλκη | οι | Άλκες |
| γενική | της | Άλκης | — | |
| αιτιατική | την | Άλκη | τις | Άλκες |
| κλητική | Άλκη | Άλκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Άλκη < → λείπει η ετυμολογία
-
Άλκη (Αγγελική) Ζέη στη Βικιπαίδεια
(1925-2020), Ελληνίδα πεζογράφος -
Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος στη Βικιπαίδεια
(1935–1988), Ελληνίδα λαογράφος και πανεπιστημιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.