çarmıh

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

çarmıh < (άμεσο δάνειο) περσική چارمیخ‎ (čârmix)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡ʃɑɾ.ˈmɯh/

Ουσιαστικό

çarmıh (tr)

  1. ο σταυρός, όργανο εκτέλεσης και βασανιστηρίου κατά την αρχαιότητα
  2. (χριστιανισμός) ο Σταυρός του Ιησού Χριστού, το όργανο θανατικής εκτέλεσης, πάνω στο οποίο πέθανε ο Ιησούς Χριστός

Κλίση

Εκφράσεις

  • çarmıha germek

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.